Μὲ ἀφορμὴ τὴν ἐκδημία καὶ τὴν κηδεία τοῦ ἀπελθόντος πάπα, ὡς καὶ τὴν ἐκλογὴ τοῦ νέου, γίναμε θεατὲς μίας ἔκρηξης φιλοπαπικῆς προπαγάνδας τόσο ἀπὸ τὰ μέσα μαζικῆς ἐνημέρωσης, ὅσο καὶ ἀκόμη ἀπὸ ἐξ ὀρθοδόξων κληρικούς.
Τὰ μὲν εἰδησεογραφικὰ δελτία προέβησαν σὲ πολύωρες ἀναφορὲς «μετὰ δακρύων» στὰ ἔργα καὶ τὶς ἡμέρες τοῦ προηγουμένου πάπα, ἐκθειάζοντας, φυσικά, τὴν «προοδευτικὴ» πολιτική του σὲ θέματα κοινωνικοῦ ἐνδιαφέροντος, παρὰ τὶς σαφεῖς, ἀντίθετες ἁγιογραφικὲς ἐπιταγές.
Ἔπειτα, κάλυψαν ὅλες τὶς λεπτομέρειες ποὺ ἀφοροῦσαν τὴν κηδεία του μὲ τόση σχολαστικότητα ποὺ καθιστᾶ σαφὲς ὅτι τὸ ὅλο φαινόμενο ἀποτελεῖ μέρος μίας ὀργανωμένης ἐπιχείρησης αὔξησης τῆς δημοφιλίας τοῦ πάπα στὴν πατρίδα μας, ἐνῷ διεγείρει καὶ τὸν ἑξῆς ἁπλὸ προβληματισμό: ἄραγε στὴν κηδεία ἑνὸς πατριάρχη τῶν Ρωμηῶν θὰ ἦταν τόση ἡ συγκίνηση καὶ ἡ κάλυψη ἐκ μέρους τῶν ἑλληνικῶν Μ.Μ.Ε.;
Κάτι ποὺ σὲ ὅσους καταλαβαίνουν προξένησε ἀλγεινὴ ἐντύπωση, ἀποτελεῖ ὁ πανηγυρισμὸς καὶ τὰ ρίγη συγκινήσεως ποὺ ἐκδήλωσαν οἱ δημοσιογράφοι γιὰ τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη» ποὺ ἐψάλη στὰ ἐλληνικὰ ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ ἔφεραν λειτουργικὰ ἄμφια ὀρθοδόξων, πρὸς παραπλάνησιν πολλῶν, οἱ ὁποῖοι ἀγνοοῦσαν ὅτι οἱ ἐν λόγῳ κύριοι ἦταν οὐνίτες, δηλαδὴ παπικοὶ «ἱερωμένοι» ποὺ ἐφαρμόζουν τὴν δόλια πρακτικὴ τῆς διατηρήσεως τοῦ ἐξωτερικοῦ σχήματος τῶν ὀρθοδόξων, μία ἀγαπημένη ἐπινόηση τῶν παπικῶν γιὰ νὰ ἁρπάζουν πιστοὺς ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία, ἀπορροφῶντας τους στὴν πλάνη.
Παράλειψη θὰ ἦταν νὰ μὴν ἀναφέραμε τὴν ἑστίαση τῶν εἰδήσεων στὴν παρουσία πλήθους ἀρχηγῶν κρατῶν στὴν κηδεία τοῦ πρώην πάπα καὶ τὰ συγχαρητήριά τους γιὰ τὴν ἐκλογὴ τοῦ νέου. Παράλειψη, ὅμως, τῶν εἰδησεογραφικῶν δελτίων ἦταν ἡ μὴ ἐξήγηση ὅτι ὅλη αὐτὴ ἡ ἀνταπόκριση ἀρχηγῶν κρατῶν ὀφείλεται στὸ ὅτι ἀπευθύνονται σὲ ἕναν, κατὰ κύριο λόγο, ὁμόλογό τους, δεδομένου ὅτι ὁ ἑκάστοτε πάπας εἶναι ἀρχηγὸς τοῦ κράτους τοῦ Βατικανοῦ καὶ ὄχι -ὅπως ἐνδεχομένως ἦταν ἡ ἐπιθυμία κάποιων νὰ προβληθεῖ- ὁ «ἀρχηγὸς» τῆς παγκόσμιας χριστιανοσύνης.
Καὶ ἐνῷ ἔτσι ἀνταποκρίθηκαν τὰ Μ.Μ.Ε., πράγμα ἐν πολλοῖς κατανοητό, δεδομένου ὅτι τὰ ὑπηρετοῦν ἄνθρωποι κοσμικοί, οἱ ὁποῖοι κατὰ κύριο λόγο δὲν ἔχουν γνώση τῆς ὀρθόδοξης διδασκαλίας, διαβάσαμε καὶ ἀκούσαμε ἀπόψεις κληρικῶν, τόσο φίλα προσκείμενες στὴν παποσύνη, ποὺ ὄχι ἁπλὰ μᾶς ἔκαναν νὰ ἀποροῦμε, ἀλλὰ ἔφθασαν στὸ σημεῖο νὰ ἀντιτεθοῦν στὴν ἀπὸ αἰώνων στάση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, συμπεριλαμβανομένων κορυφαίων Ἁγίων Πατέρων, ἐνάντια στὶς παπικὲς ψευδοδιδασκαλίες. Βεβαίως, ὁ οἰκουμενισμὸς ἀπὸ τὴς γεννήσεώς του πολλὰ πράγματα τὰ ἔχει κάνει ἕναν ἀπροσδιόριστο «ἀχταρμά», ἀναμιγνύοντας, κατὰ τὴν προσφιλή του τακτική, τὴν ἀλήθεια μὲ τὸ ψέμα, τὴν πλάνη καὶ τὴν αἵρεση. Ἑπομένως, ἀπότοκό του εἶναι οἱ ἴδιοι οἱ λεγόμενοι ὀρθόδοξοι, ἐνῷ δῆθεν ἐπιθυμοῦν τὴν προσέγγισή τους μὲ τοὺς κάθε λογῆς αἱρετικοὺς στὸ πλαίσιο μίας ἀδιευκρίνιστης ἀγάπης, νὰ καταλήγουν σὲ προσέγγισή τους μέσῳ τῆς ἀπόρριψης τῆς ὀρθόδοξης διδασκαλίας. Ἐπιβεβαιώνεται, ἔτσι, ὁ λόγος τοῦ Κυρίου μας: «οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ τοῦ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει».
Συγκεκριμένα, ἀκούσαμε ἀπὸ μεγαλόσχημο κληρικὸ τὴν ἐπίκληση τῆς πρεσβείας τοῦ «ἁγίου Φραγκίσκου τῆς Ἀσίζης» γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τοῦ ἀπελθόντος πάπα, ὡσὰν νὰ ἔχουν γραφεῖ στὶς ἁγιολογικὲς δέλτους παπικοί. Δὲν μπορῶ νὰ μὴν μνημονεύσω, στὸ σημεῖο αὐτό, ὡς τὴν ἀπόλυτη εἰρωνεία, τὴν πρὸ μηνῶν τέλεση τρισαγίου στὸν Ἅγιο Γρηγόριο Ε´. Ἀπὸ τὴν μία σὲ ὄντως Ἁγίους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἔχυσαν τὸ αἵμα τους ὑπὲρ τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδος, τελοῦνται τρισάγια, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἄνθρωποι, ἐνδεχομένως καλοὶ σύμφωνα μὲ τὰ ἀνθρώπινα πρότυπα, ἀλλὰ πάντως εὑρισκόμενοι ἔξωθεν τῆς Ὀρθοδοξίας, μνημονεύονται ὡς «ἅγιοι».
Ἐπίσης, εἴδαμε μία πολεμικὴ στάση ἀπέναντι στὴν καταδίκη αἱρετικῶν δοξασιῶν ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὡς δῆθεν συνέπεια τῆς ἐνασχόλησης τῶν ὀρθοδόξων μὲ «ἀνούσια θεολογικὰ ζητήματα», ἕνα ἐκ τῶν ὁποίων καὶ τὸ «filioque». Ἄκουσον, ἄκουσον... «Εἰς μάτην», λοιπόν, σύμφωνα μὲ τοὺς ἐξ ὀρθοδόξων οἰκουμενιστές, ἀγωνίσθηκαν κατὰ τῶν λατίνων οἱ Ἅγιοι Φώτιος ὁ Μέγας, Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ Μάρκος ὁ Εὐγενικός...
Δὲν ἔχω σκοπὸ νὰ προχωρήσω σὲ θεολογικὴ ἀνάλυση τῶν ὅσων εἰπώθηκαν. Θὰ ἐκφράσω, ὡστόσο, μερικοὺς ἁπλοὺς προβληματισμούς: ἀκούσαμε καὶ ἀκοῦμε συνεχῶς τὴν ἀναφορὰ τῶν παπικῶν -καὶ τῶν ὁποιωνδήποτε αἱρετικῶν- ὡς «Ἐκκλησία». Γιατί, λοιπόν, στὸ «Σύμβολο τῆς Πίστεως» λέμε ὅτι πιστεύουμε εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν; Τὸ ἐρώτημα αὐτὸ δὲν εἶναι ἕνα «παιχνίδι μὲ τὶς λέξεις». Κάποιες λέξεις ἔχουν ἄλλη βαρύτητα ποὺ δὲν πρέπει νὰ τὴν παραβλέπουμε ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ.
Ἔπειτα, συνηθίζεται νὰ ἀποκαλεῖται ὁ πάπας ὡς «ἁγιότατος». Καταλαβαίνουμε ὅτι ἐν πολλοῖς αὐτὸ εἶναι ἁπλῶς μία προσφώνηση, ἀλλὰ πολλοὶ ἐξ ὀρθοδόξων πιστεύουν ὡς ἀλήθεια αὐτὴ τὴν προσφώνηση, ὅπως ἀποδείχθηκε. Διερωτώμεθα: ὁ Χριστὸς δὲν εἶπε «ὁ πιστεύσας καὶ ΒΑΠΤΙΣΘΕΙΣ σωθήσεται»; Ἐκεῖνος πάλι δὲν εἶπε στοὺς Μαθητές Του «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, ΒΑΠΤΙΖΟΝΤΕΣ αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»; Ἂν δὲν ἀπατῶμαι, «βαπτίζω» σημαίνει «βυθίζω κάτι μέσα στὸ νερό». Οἱ παπικοί, λοιπόν, πρὸ πολλοῦ ἔχουν καταργήσει τὴν ἐντολὴ τοῦ βαπτίσματος, καθὼς ρίχνουν μόνο λίγο νερό στὴν κεφαλή. Εἶναι ἢ δὲν εἶναι ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ νὰ βαπτιζόμαστε καὶ ὄχι νὰ ραντιζόμαστε; Ἂς ἀνατρέξουμε ξανὰ στὸ Εὐαγγέλιο: «Ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτω τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν». Πιστεύουμε, ἢ δὲν πιστεύουμε στὸν Χριστό; Ὁ Χριστὸς ἔχει μιλήσει ξεκάθαρα, γιὰ αὐτὸ καὶ ὁποιαδήποτε προσπάθεια μεταπατερικῆς ἐρμηνείας τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας δὲν εἶναι παρὰ παραπληνητικὴ καὶ ὑποκριτική.
Ὁ ἴδιος ὁ Εὐαγγελιστὴς τῆς ἀγάπης, Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, ἀναφέρει «Εἴ τις ἔρχεται πρὸς ὑμᾶς καὶ ταύτην τὴν διδαχὴν οὐ φέρει, μὴ λαμβάνετε αὐτὸν εἰς οἰκίαν, καὶ χαίρειν αὐτῷ μὴ λέγετε». Γιατί τὸ λέει αὐτό; Μήπως μισεῖ τοὺς αἱρετικούς; Ὄχι. Ἁπλῶς γνωρίζει ὅτι ἂν ἕνας ὀρθόδοξος δείξει ὅτι ἀποδέχεται ἀπρόσκοπτα αἱρετικὲς δοξασίες, στερεῖ ἀπὸ τὸν αἱρετικὸ τὴν εὐκαιρία νὰ προβληματισθεῖ, νὰ μετανοήσει καὶ νὰ ἔλθει εἰς ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας. Ἡ μεγαλύτερη ἀγάπη εἶναι συνυφασμένη μὲ τὴν ἐπιθυμία τοῦ χριστιανοῦ γιὰ σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου καὶ ὄχι μὲ τὰ ὡραία λόγια καὶ εὐχολόγια. Γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ αὐτὴ ἡ σωτηρία ὑπάρχουν κάποιες προϋποθέσεις. Ἂν ἀγαποῦμε πραγματικά, θὰ βοηθήσουμε τὸν ἀδελφό μας νὰ κατανοήσει τὸ λάθος του. Θὰ τὸν βοηθήσουμε μὲ τὸν διακριτικὸ λόγο μας, μὲ τὴν προσευχή μας καὶ τὸν φωτεινὸ βίο μας. Τὸ νὰ πεῖς «σᾶς ἀγαπῶ ὅλους κὶ ἂς εἶναι εὐλογημένα τὰ πάθη καὶ οἱ πλάνες σας» σίγουρα εἶναι πολὺ εὔκολο, ἀλλὰ καὶ σίγουρα δὲν εἶναι ἀγάπη.
Πρὶν κλείσω, θέλω νὰ ἐκφράσω ἕναν ἀκόμη προβληματισμὸ ποὺ κατὰ τὴν ταπεινή μου γνώμη λέει πολλὰ γιὰ τὸ πῶς ἔβλεπαν ἢ/καὶ συνεχίζουν νὰ βλέπουν τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὸν Ἑλληνισμὸ οἱ παπικοί: πῶς γίνεται τὰ τέσσερα ἑλληνικὰ πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα ἀλλὰ καὶ ὀρθόδοξες αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες νὰ εἶναι αἰχμαλωτισμένα στὴν ἠμισέληνο ἢ νὰ ἔχουν ὑποφέρει ἀπὸ τὸν κομμουνισμό, σὲ ἀπόλυτη ἀντίθεση μὲ τὰ παπικὰ κράτη; Ἀναμφίβολα, γιὰ νὰ ἔχει πεῖ -στὴν ἐποχή του- ὁ Ἅγιος Πατροκοσμᾶς «τὸν πάπα νὰ καταράσθε», κάποιον πολὺ σοβαρὸ λόγο εἶχε, καὶ κάποιο πολὺ ἰσχυρὸ ἔρεισμα.
Σίγουρα, οἱ καιροὶ περνοῦν καὶ ὑπάρχει δυνατότητα βελτίωσης. Ὡστόσο, ἡ ἱστορία δὲν μπορεῖ νὰ διαγραφεῖ. Τὸ σχίσμα ὑφίσταται. Δυστυχῶς, περίπου ἑνάμισυ δισεκατομμύριο ἄνθρωποι ἀνήκουν στὴν παπικὴ σφαίρα, χωρισμένοι ἀπὸ τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, διότι κάποιοι παλαιοὶ δυτικοὶ θέλησαν νὰ ἀποσχισθοῦν ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία γιὰ νὰ ἐξυπηρετήσουν συμφέροντα καὶ φιλοδοξίες ποὺ πήγαζαν ἀπὸ ἄμετρο ἐγωϊσμό. Εὐχὴ καὶ προσευχή μας εἶναι ὅλος αὐτὸς ὁ λαὸς νὰ ἔλθει στὸ φῶς τῆς ἀληθείας ποὺ μόνο ἡ Ὀρθοδοξία μπορεῖ νὰ προσφέρει, ἄσχετα ἂν ἀριθμητικὰ οἱ ὀρθόδοξοι εἴμαστε πολὺ λιγότεροι ἀπὸ τὸν τεράστιο ἀριθμὸ τῶν παπικῶν καὶ λοιπῶν αἱρετικῶν. «Οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ»· καὶ κάτω ἀπὸ τὸν Σταυρὸ οἱ πιστοὶ ἦταν μετρημένοι στὰ δάχτυλα τῶν δύο χεριῶν. Ἀποτελοῦσαν, ὡστόσο, τὴν Ἐκκλησία.
† ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος