2b.jpg

Ὁμιλία Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς & Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου γιὰ τοὺς Ἁγίους Πατέρες τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου

Τετάρτη04Ιούνιος2025

Ὁμιλία Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς & Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου γιὰ τοὺς Ἁγίους Πατέρες τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου

EKDILOSI AGION PATERON 14 of 83

Ἱερὸς Προσκυνηματικὸς Ναὸς Παναγίας Σουμελᾶ Ἀσπροπύργου

22.5/4.6.2025

Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

            Ὑπακούοντας στὴν προτροπὴ τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου: «μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν, οἵτινες ἐλάλησαν ὑμῖν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ» (Εβρ. 13,7), συναχθήκαμε σήμερα στὸν ἱερὸ αὐτὸ χῶρο γιὰ νὰ ἀποδώσουμε ἐλάχιστο φόρο τιμῆς στοὺς Τριακοσίους Δέκα καὶ Ὀκτὼ Ἁγίους καὶ Θεοφόρους Πατέρες τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὁ λόγος αὐτῆς τῆς ξεχωριστῆς τιμητικῆς ἀναφορᾶς εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι φέτος συμπληρώθηκαν 1700 χρόνια ἀπὸ τὴν -κατὰ τὸ ἔτος 325- σύγκληση τῆς Συνόδου στὴν Νίκαια τῆς Βιθυνίας.

            Θὰ ἤθελα στὴν ἀρχὴ τῆς παρούσας ὁμιλίας νὰ ἀναφερθῶ γενικὰ στὸν θεσμὸ τῶν Συνόδων. Μία σύνοδος ἀποτελεῖ τὴν συγκέντρωση ἀνθρώπων ἑνὸς συλλογικοῦ θεσμοῦ μὲ σκοπὸ τὴν συζήτηση καὶ τὴν ἀπὸ κοινοῦ ἐπίλυση προβλημάτων ποὺ ἀφοροῦν ἕνα σύνολο. Γιὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα, ἡ Σύνοδος σημαίνει ἀκριβῶς τὴν συγκέντρωση τῶν Ἀρχιερέων μίας τοπικῆς ἢ γεωγραφικὰ εὑρύτερης Ἐκκλησίας γιὰ τὴν λήψη ἀποφάσεων ποὺ ἀφοροῦν, μεταξὺ ἄλλων, τὴν ζωὴ τοῦ ποιμνίου, ζητήματα διοίκησης καὶ θέματα δογματικά. Εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴν συσχετίσουμε τὴν εὐλογημένη αὐτὴ πρακτικὴ τῆς συγκρότησης τῶν Ἱερῶν Συνόδων μὲ τὴν διαβεβαίωση τοῦ Κυρίου μας: «Ὅπου εἰσὶ δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμὶ ἐν μέσῳ αὐτῶν» (Μτ. 18,20). Οἱ Ἅγιοι Πατέρες συνήχθηκαν στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ ἔχοντας τὸν Ἴδιο τὸν Κύριο ἀνάμεσά τους, ἐξέδωσαν τὶς θεόπνευστες ἀποφάσεις τους μὲ κύρος διαχρονικό. Ὡστόσο, πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι οἱ Ἅγιοι Πατέρες δὲν ἐγκαινίασαν οἱ ἴδιοι τὸν θεσμὸ τῶν Συνόδων, ἀλλὰ ὡς διάδοχοι τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἀκολούθησαν τὴν δική τους γραμμή. Ποιά ἦταν αὐτή; Τὸ νὰ ἀντιμετωπίζουν συνοδικὰ τὰ ὅποια ἀναφυόμενα προβλήματα, ὅπως ἀκριβῶς συνέβη κατὰ τὴν Ἀποστολικὴ Σύνοδο τοῦ 48 μ.Χ., ἡ ὁποία ἔδωσε λύση στὸ ζήτημα τῆς τήρησης τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου ἀπὸ τοὺς ἐξ ἐθνῶν Χριστιανούς.  

            Προκειμένου νὰ φθάσει ὁ λόγος στὴν Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, θεωρῶ χρήσιμη μία σύντομη ἀναφορὰ στὰ χρόνια ποὺ προηγήθηκαν αὐτῆς. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, λίγες δεκαετίες νωρίτερα, μαστιζόταν ἀπὸ τοὺς διωγμοὺς ποὺ ἐξαπέλυσαν κυρίως οἱ Αὐτοκράτορες Διοκλητιανὸς καὶ Μαξιμιανός. Ἐπίκεντρο τῆς λατρευτικῆς ζωῆς κατὰ τὴν περίοδο αὐτή, ἡ ὁποία μᾶς χάρισε ἀπειράριθμο πλήθος Μαρτύρων, ἦταν οἱ κατακόμβες, χῶροι λατρείας ὑπόγειοι καὶ μυστικοί, ποὺ ἐξυπηρετοῦσαν τὴν ἀσφαλῆ τέλεση τῶν θρησκευτικῶν καθηκόντων τῶν Χριστιανῶν. 

            Ὅταν ὁ Μέγας καὶ Ἅγιος Κωνσταντῖνος ἔγινε συναυτοκράτορας μαζὶ μὲ τὸν Λικίνιο, συναποφάσισαν στὴν πόλη τῶν Μεδιολάνων τὸ ἔτος 313 νὰ θέσουν σὲ ἐφαρμογὴ τὴν ἀνεξιθρησκεία σὲ ὅλο τὸ ρωμαϊκὸ κράτος, γεγονὸς τὸ ὁποῖο εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν σταδιακὴ ἐξάπλωση τῆς χριστιανικῆς πίστεως. 

            Στὸ πλαίσιο τῆς ἐλεύθερης λατρείας, ἐκδηλώθηκαν ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας νέες αἱρετικὲς δοξασίες ποὺ προκαλοῦσαν σύγχυση καὶ διαιρέσεις. Μία ἐξ αὐτῶν προῆλθε ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου ὁ πρεσβύτερος Ἄρειος, ἄνδρας πολὺ ἀσκητικὸς καὶ ἐξαιρετικὰ μορφωμένος, ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὴν ἀλαζονεία του «παραμορφώθηκε» καὶ ἄρχισε νὰ κηρύττει, παρὰ τὶς συστάσεις τοῦ Ἐπισκόπου του, ὅτι ὁ Χριστὸς ἀποτελεῖ κτίσμα καὶ ὄχι τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Μάλιστα, προκειμένου νὰ κερδίσει ἔδαφος μεταξὺ τοῦ ποιμνίου, ἔγραψε ἄσματα μὲ τὶς αἱρετικὲς ἀντιλήψεις του γιὰ νὰ τὰ τραγουδᾶ ὁ ἁπλὸς λαὸς καὶ νὰ ἀφομοιώνει τὴν πλάνη. 

            Τὸ 324 ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος ἔγινε Μονοκράτορας τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας καὶ ἐξ ἀρχῆς τίμησε τὸν Χριστιανισμό, θεωρῶντας τὸν ὡς τὸν κατάλληλο συνδετικὸ ἱστὸ ποὺ θὰ συνέβαλλε στὴν διατήρηση τῆς ἑνότητας τῆς Αὐτοκρατορίας. 

            Βλέποντας, ὥστόσο, ὅτι ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρείου ἀπειλεῖ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ κατ᾽ ἐπέκταση τῆς Αὐτοκρατορίας, γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία προσκάλεσε ὁ ἴδιος τοὺς Ἐπισκόπους τῆς Αὐτοκρατορίας σὲ Σύνοδο στὴν Νίκαια τῆς Βιθυνίας, προκειμένου νὰ λυθεῖ τὸ ζήτημα τοῦ Ἀρειανισμοῦ καὶ νὰ ἐξασφαλισθεῖ ἡ ἑνότητα. 

            Οἱ συνεδριάσεις ξεκίνησαν τὸ 325, μὲ τὸν Αὐτοκράτορα παρόντα, νὰ ἐπιβλέπει τὸν διάλογο, μεσολαβῶντας γιὰ τὴν ἤπια διεξαγωγή του. Ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι εἶχαν ἴσες εὐκαιρίες στὸν λόγο καὶ στὴν λήψη τῶν ἀποφάσεων, σύμφωνα μὲ τὸν δημοκρατικὸ τρόπο τῆς συνοδικότητας, ὁ ὁποῖος πάντοτε πρέπει νὰ ἐπιδιώκεται καὶ νὰ μὴν ἀκυρώνεται σύμφωνα μὲ τὴν παπικὴ θεωρία τοῦ πρωτείου ἐξουσίας. Ἡ Ἐκκλησία μας ἀνὰ τοὺς αἰῶνες μιλᾶ συνοδικά, ὄρος ποὺ περιέχει μέσα του τὴν ἐλευθερία τῆς ἔκφρασης, τὸν ἀλληλοσεβασμὸ τῶν ἀπόψεων καὶ τὴν ἐπικράτηση τῆς πλειοψηφίας. 

            Μεταξὺ τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὑπῆρξε ἡ ἀπόρριψη τῶν αἱρετικῶν δοξασιῶν τοῦ Ἀρείου, καθὼς ἡ διδασκαλία του ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀποτελεῖ κτίσμα τοῦ Θεοῦ, ἀκύρωνε τὴν σύνδεση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ὑπάρχει πρόβλημα στὸ σωτηριολογικὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο: ἂν ὁ Θεὸς δὲν ἐνανθρώπησε, τότε ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ γίνει κατὰ χάριν Θεὸς καὶ μέτοχος τῆς σωτηρίας. Ἀπέναντι στὶς πλάνες τοῦ Ἀρείου, ἡ Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀπάντησε μὲ τὴν ἔκδοση τοῦ Συμβόλου Πίστεως τῆς Νικαίας, ὅπου ἀναφέρεται ὁ Χριστὸς ὡς «ὁμοούσιος τῷ Πατρί», δηλαδὴ τῆς ἴδιας οὐσίας μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα. Ὁ Χριστός μας, ἑπομένως, σύμφωνα μὲ τὴν δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι καὶ τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος Ἄνθρωπος. 

          Στὸ Σύμβολο τῆς Νικαίας προστέθηκαν ἀπὸ τὴν Β´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως πέντε ἀκόμη ἄρθρα, καθιστῶντας σαφὴ τὴν δογματικὴ Ἀλήθεια τῶν σχέσεων τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τὸ Σύμβολο Νικαίας - Κωνσταντινουπόλεως εἶναι γνωστὸ ἀπὸ τοὺς περισσότερους ὡς «Σύμβολο τῆς Πίστεως», ἤ, πιὸ ἁπλά, «Πιστεύω».

            Ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ, ἡ Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος θέσπισε ἐπίσημα τὸν κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Ἁγίου Πάσχα γιὰ ὅλους τοὺς Χριστιανούς. Προέβη σὲ αὐτὴ τὴν κίνηση, διότι μέχρι τότε οἱ Χριστιανοὶ ἑόρταζαν αὐτὴ τὴν μεγίστη τῶν ἑορτῶν σὲ ξεχωριστὲς χρονικὲς περιόδους. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες, εὐαισθητοποιημένοι γιὰ τὸ ζήτημα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας τόσο στὴν πίστη, ὅσο καὶ στὴν λατρεία, θέσπισαν τὸ Πάσχα νὰ ἑορτάζεται ἀπὸ ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς τὴν Κυριακὴ μετὰ τὴν πρώτη πανσέληνο τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας. Ἂν ὅμως ἡ πρώτη Πανσέληνος τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας συμπέσει ἡμέρα Κυριακή, ὁ ἑορτασμὸς τοῦ Πάσχα νὰ μετατίθεται τὴν ἀμέσως ἑπομένη Κυριακή. Βάσει αὐτοῦ τοῦ ὑπολογισμοῦ, τὸ Ὀρθόδοξο Πάσχα ἑορτάζεται πάντοτε μετὰ τὸ Πάσχα τῶν Ἑβραίων. Ποτὲ πρίν, ποτὲ ταυτόχρονα, ὅπως πράττουν οἱ παπικοί, παρὰ τὸν 7ο Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἀλλὰ καὶ αὐτὴ τὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ Κύριος ἀναστήθηκε μετὰ τὸ ἑβραϊκὸ Πάσχα. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἀγωνίσθηκαν γιὰ τὴν ἑνότητα στὴν λατρεία, ἀλλὰ δυστυχῶς ἡ μέριμνά τους αὐτὴ δὲν ἔγινε σεβαστὴ ἀπὸ λεγομένους χριστιανούς.

            Κατὰ τὴν ἱστορικὴ ἐπέτειο ποὺ ἑορτάζουμε, μὲ προβληματίζει ἡ ἑξῆς ἀπορία: εἴμαστε μὲ τοὺς Πατέρες; Κινούμαστε στὸ πνεῦμα τους; Συμμεριζόμαστε τὴν ἀγωνία ποὺ ἐπέδειξαν γιὰ τὸ καλὸ τῆς Ἐκκλησίας, ἢ ἁπλῶς στρουθοκαμηλίζουμε ἐπιθυμῶντας νὰ ξεχάσουμε ὅτι ὑπάρχουν προβλήματα ποὺ ἀναμένουν μία λύση; 

            Ἡ Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀποτέλεσε τὸ πρότυπο γιὰ τὶς ἑπόμενες Ὀκτὼ Οἰκουμενικὲς Συνόδους, ὅλες μεγίστης σημασίας, οἱ ὁποῖες ἀποκρυστάλλωσαν τὰ δόγματα τῆς πίστης μας καὶ ἐπέφεραν, ἀργὰ ἢ γρήγορα, τὴν σταθερότητα καὶ τὴν εἰρήνη στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀπορρίπτοντας τὶς αἱρετικὲς διδασκαλίες καὶ θέτοντας τοὺς αἱρετικοὺς στὴν κρίση τοῦ Θεοῦ. 

            Φθάνοντας στὸ σήμερα, ἔχουμε δεῖ πολλάκις ὅτι οἱ ἐπαφὲς σύγχρονων κληρικῶν καὶ λαϊκῶν μὲ ἑτεροδόξους, ὄχι μόνο δὲν περιορίζονται στὸ ἐπίπεδο τῶν ἀμφισβητούμενης ἀποτελεσματικότητος διαλόγων, ἀλλὰ προχωροῦν καὶ σὲ συμπροσευχές. Ἂν εἶναι αὐτὸ τὸ σωστό, τότε γιατὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἐπέβαλαν τὰ ἀναθέματα σὲ ὅσους τόλμησαν νὰ στρεβλώσουν τὴν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας;

            Βεβαίως, τὸ νὰ ἐπιθυμοῦμε ὅλοι νὰ ἐπανέλθουν στὴν Ὀρθοδοξία εἶναι καλὸ καὶ ἅγιο. Κάτι τέτοιο, ὅμως, θὰ ἐπιτευχθεῖ μόνο μὲ τὸν ἁγιοπνευματικὸ τρόπο ζωῆς -ὁ ὁποῖος δύναται νὰ λειτουργήσει σὰν πνευματικὸς μαγνήτης καὶ νὰ ἑλκύσει κάθε καλοπροαίρετο πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία- καὶ ὄχι μὲ τὶς δημόσιες σχέσεις καὶ τὶς ἐκπτώσεις στὴν πίστη.

            Οὔτε, βέβαια, ἡ ἀκραία συμπεριφορὰ κάποιων λεγομένων ὀρθοδόξων νὰ καταδικάζουν τοὺς πάντες εἶναι ἐπιθυμητὴ καὶ σύμφωνη πρὸς τὸ ἦθος τῶν Πατέρων. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μὲ εἰλικρίνεια ὅρισαν στὶς καθημερινὲς ἀκολουθίες καὶ σὲ αὐτὸ τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας νὰ προσευχόμαστε «ὑπὲρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως», σύμφωνα πάντα μὲ ὅσα ἐσφράγισαν οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι.

            Οἱ Πατέρες προτίμησαν τὴν μεσαία καὶ βασιλικὴ ὁδὸ τῆς διακρίσεως. Οὔτε παρέκκλιναν, οὔτε ὑπερέβαλαν. Ἡ μόνη τους ὑπερβολὴ ἦταν στὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸ ποίμνιο· ἡ μόνη ἐπιτρεπτὴ ὑπερβολή, καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς «ὑπερβαλλόντως ἠγάπησεν ἡμᾶς». Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐμφορεῖται ἀπὸ αὐτὴ τὴν εἰλικρινῆ ἀγάπη, δὲν κινδυνεύει, ἀλλὰ πάντοτε ἔχει σύμμαχο τὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος συνεργεῖ σὲ κάθε ἔργο ἀγαθό. 

            Σήμερα, 1700 χρόνια μετὰ τὴν Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἀκόμη τιμοῦμε τοὺς Ἁγίους Πατέρες. Γιατί; Γιατὶ ἀγάπησαν Χριστό, ἀνέλαβαν μὲ ὑπευθυνότητα τὴν ὑψηλὴ ἀποστολὴ ποὺ τοὺς ἀνέθεσε ἡ Ἐκκλησία καὶ τὴν ἔφεραν εἰς πέρας. Δὲν ἔδωσαν «τοῖς βλεφάροις νυσταγμὸν» γιὰ νὰ φυλάσσουν τὰ λογικὰ πρόβατα. Ἀπέναντι στὶς μεγάλες ἀπειλές, δὲν σώπασαν, οὔτε ἔκαναν τὰ στραβὰ μάτια γιὰ νὰ ἐξασφαλίσουν τὴν ἄνεσή τους. Ἀπεναντίας, ἀγωνίσθηκαν σθεναρῶς, καὶ κατάφεραν νὰ βάλουν στὴν θέση ποὺ τοὺς ἀνήκει τοὺς βαρεῖς προβατόσχημους λύκους. Γιὰ νὰ φθάσουν σὲ αὐτὸ τὸ ἐπίπεδο, εἶχαν ἤδη διανύσει τὰ στάδια τῆς πνευματικῆς ζωῆς: ἀποτίναξαν τὴν κακία, καθάρισαν τὴν καρδιά τους, ζώσθηκαν ὡς πανοπλία τὴν ἀρετὴ καὶ ἐξῆλθαν στὴ μάχη μὲ τὴν ρομφαία τῆς δικαιοσύνης καὶ τὴν περικεφαλαία τῆς ἀληθινῆς πίστης. 

            Οἵ Ἅγιοι Πατέρες μας, ἐμφορούμενοι ἀπὸ τὴν σοφία μὲ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς τοὺς προίκισε, ἀναδείχθηκαν στύλοι καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας. Δίχως στύλους δὲν στέκεται κανένα οἰκοδόμημα. Ἡ ἀλήθεια στηρίχθηκε και θὰ στηρίζεται εἰς αἰῶνας ἀιώνων διότι εὐτύχησε νὰ ἔχει ὡς στύλους της τοὺς Ἁγίους Πατέρες. Ἐκεῖνοι εἶναι οἱ καθοδηγητές μας, ποὺ μᾶς κατευθύνουν πρὸς τὴν ὁδὸ τῆς Κάθαρσης, τοῦ Φωτισμοῦ καὶ τῆς Θέωσης.

            Εἴθε τὴν ὁδὸ αὐτὴ νὰ κατορθώσουμε μὲ τὶς πρεσβεῖες τους νὰ διανύσουμε ἐπιτυχῶς, πρὸς δόξαν τοῦ Ἀνάρχου Πατρός, τοῦ Συνανάρχου καὶ Ὁμοουσίου Αὐτῷ Υἱοῦ καὶ τοῦ Συμπροσκυνουμένου καὶ Συνδοξαζομένου Παναγίου Πνεύματος. Ἀμήν.

Διεύθυνση

Ἱερά Μητρόπολις Ἀττικῆς καί Βοιωτίας
Δημοκρίτου 18, Ἀχαρναί, 136 71 
Τηλ. 210 2466385
Email: Αυτή η διεύθυνση Email προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε./ Αυτή η διεύθυνση Email προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Ακολουθήστε μας στο Facebook