Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος στὴν Καθολικὴ Ἐπιστολή του ἀναφέρει: «ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν».
Ἡ ὑπερηφάνεια ἀποτελεῖ τὴν πηγὴ ὅλων τῶν κακῶν ποὺ ταλαιπωροῦν τὴν ἀνθρωπότητα. Ἀρκεῖ νὰ σκεφθεῖ κανεὶς ὅτι ἡ ὑπερηφάνεια τοῦ Ἑωσφόρου εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ καταποντισθεῖ καὶ ἀπὸ ὑπέρλαμπρος νὰ γίνει σκοτεινὸς καὶ νὰ κληρονομήσει τὴν αἰώνια κόλαση. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος μὲ ἐπιμονὴ βρίσκεται στὸ πάθος τῆς ὑπερηφανείας, ὅταν δηλαδὴ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του καλύτερο ἀπὸ ὅλους τοὺς ὑπολοίπους καὶ τοὺς ἀντιμετωπίζει μὲ ἀλαζονεία, ὁ Θεὸς φεύγει ἀπὸ κοντά του. Καὶ ὅταν ὁ Θεὸς φύγει, ἀμέσως ἔρχονται οἱ συμφορές.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ ταπεινοφροσύνη ἀποτελεῖ τὴν πηγὴ ὅλων τῶν καλῶν ποὺ μπορεῖ νὰ ἀπολαύσει ἡ ἀνθρωπότητα. Ἀπὸ ταπεινοφροσύνη ἡ Παναγία μας δέχθηκε τὸ Θεῖο Θέλημα. Ἀπὸ ταπεινοφροσύνη πάλι, ὁ Χριστός μας, ὁ Δημιουργὸς τοῦ κόσμου, ἔλαβε σάρκα, ἐμπαίχθηκε, σταυρώθηκε. Ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος εἶναι σὲ ὅλους -ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἐμπαθεῖς- προσιτὸς καὶ ἀγαπητός, διότι μέσα του ἀναπαύεται ἡ Θεία Χάρις.
Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος ὑπῆρξε ὁ ἑκατόνταρχος τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, ὁ ὁποῖος, σημειωτέον, δὲν ἀνῆκε στὸν ἐκλεκτὸ λαὸ τοῦ Ἰσραήλ. Ὅταν ὁ Κύριος τελείωσε τὴν διδασκαλία, ὁ ἑκατόνταρχος Τὸν πλησίασε καὶ Τοῦ εἶπε μὲ εὐγένεια: «Κύριε, ὁ δοῦλος μου εἶναι στὸ σπίτι κατάκοιτος καὶ ὑποφέρει». «Ἐγὼ θὰ ἔλθω καὶ θὰ τὸν θεραπεύσω», ἀπάντησε ἀμέσως ὁ Φιλάνθρωπος Θεός. Ὁ ἑκατόνταρχος δὲν πῆγε ἀλαζονικὰ νὰ πεῖ στὸν Χριστό: «θεράπευσέ μου τὸν δοῦλο. Δεῖξε μου κάποιο θαῦμα». Ὅταν οἱ δῆθεν πνευματικοὶ τῆς ἐποχῆς, οἱ Φαρισαῖοι, εἶχαν συμπεριφερθεῖ κατὰ τέτοιον τρόπο ἀπαιτῶντας ἀπὸ τὸν Χριστὸ νὰ κάνει κάποιο θαῦμα γιὰ νὰ πιστέψουν, Ἐκεῖνος τοὺς ἔκοψε τὸ θέλημα. Αὐτόν, ὅμως, ποὺ μὲ εὐγένεια καὶ ταπείνωση Τὸν πλησίασε, ὁ Χριστὸς τὸν βεβαίωσε ὅτι θὰ πάει ὁ Ἴδιος στὸ σπίτι του γιὰ νὰ θεραπεύσει τὸν δοῦλο.
Χρειαζόταν ὁ Χριστὸς νὰ πάει ὡς τὸ σπίτι γιὰ νὰ γίνει τὸ θαῦμα; Ὄχι. Τότε γιατὶ ὁ Χριστὸς εἶπε «θὰ ἔρθω καὶ θὰ τὸν θεραπεύσω»; Διότι ὁ ἑκατόνταρχος ἦταν πολὺ ἐνάρετος καὶ ταπεινὸς ἄνθρωπος καὶ ὁ Χριστὸς θέλησε νὰ κάνει γνωστὴ σὲ ὅλους μας τὴν ἀρετή του, ἡ ὁποία φάνηκε ἀπὸ τὴν ἀπάντησή του: «Κύριε, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ εἰσέλθεις στὸ σπίτι μου. Μόνο πὲς ἕναν λόγο καὶ ὁ δοῦλος μου θὰ θεραπευθεῖ». Ἀκούοντας τὴν φράση αὐτή, ὁ Χριστός, ὄχι μόνο ἐθαύμασε, ἀλλὰ καὶ τὸν ἐπαίνεσε δημοσίως, προβάλλοντάς τον ὡς παράδειγμα πρὸς μίμησιν. Σήμερα, ἂν κάποιος ἔχει ἀρετὲς ἢ ἂν κάνει καλὲς πράξεις, κανένας δὲν τὸν ἐπαινεῖ γιὰ νὰ μὴν πέσει σὲ ὑπερηφάνεια. Αὐτὸ εἶναι σωστὸ σὲ κάποιες περιπτώσεις. Σὲ κάποιες ἄλλες, ὅμως, ὅπως αὐτὴ τοῦ ἑκατοντάρχου, ὁ ἔπαινος ἐπιβάλλεται, διότι προσφέρει ἠθικὴ στήριξη καὶ διδάσκει ποιὸ εἶναι τὸ καλὸ παράδειγμα ποὺ πρέπει νὰ μιμηθοῦμε.
Ὁ ἑκατόνταρχος μὲ τὰ λίγα ποὺ εἶχε ἀκούσει ἀπὸ τὸν Κύριο, εἶχε καταλάβει ποιὸν εἶχε ἀπέναντί του. Εἶχε πιστέψει ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶναι ἕνας κοινὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὁ Θεάνθρωπος, γιὰ τὸν Ὁποῖο τὰ πάντα εἶναι δυνατά. Ἀντιθέτως, οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ, ἐκεῖνοι ποὺ ὑπερηφανεύονταν ὅτι ἦταν ὁ ἐκλεκτὸς λαὸς τοῦ Ἰσραήλ, δὲν εἶχαν καταλάβει. Ἐμεῖς, ἄραγε, σὲ ποιά μερίδα ἀνήκουμε; Εἴμαστε ἀρεστοὶ στὸν Θεὸ ὅπως ὁ ἑκατόνταρχος, ἢ σὰν τοὺς Ἰουδαίους κομπάζουμε κὶ ἐμεῖς ὅτι εἴμαστε οἱ ἐκλεκτοί, ἀλλὰ τελικὰ δὲν μποροῦμε νὰ διακρίνουμε τὸ Φῶς ἀπὸ τὸ σκοτάδι;
Σήμερα ὁ Κύριος μᾶς εἶπε ὅτι πολλοὶ ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ καὶ τὴν δύση, ἄνθρωποι ποὺ δὲν περιμένουμε, θὰ εἰσέλθουν στὸν Παράδεισο, ἐνῶ ἐκεῖνοι ποὺ θεωροῦνται κληρονόμοι τῶν Οὐρανῶν, θὰ καταλήξουν στὸ σκοτάδι. Ἔχει πεῖ ἄλλωστε καὶ ἀλλοῦ ὅτι «πολλοὶ ἔσονται πρῶτοι ἔσχατοι καὶ οἱ ἔσχατοι πρῶτοι». Ὁ ἑκατόνταρχος προσέγγισε τὸν Χριστὸ θεωρῶντας τὸν ἑαυτό του ἔσχατο, τελευταῖο, ἀνάξιο, καὶ ὁ Χριστὸς τὸν τίμησε, τὸν ἀντέμειψε θεραπεύοντας ἀμέσως τὸν δοῦλο του καὶ τὸν ὁμολόγησε ἄξιο τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ἐμεῖς πιστεύουμε ὅτι εἴμαστε ἀνάξιοι, ἢ θεωροῦμε ὅτι ἔχουμε καὶ δικαιώματα ἐπειδὴ εἴμαστε καλοὶ χριστιανοί; Ἴσως πρέπει νὰ ἀναθεωρήσουμε μέσα μας κάποια πράγματα.
Λίγες ἡμέρες πριν, ἡ Ἐκκλησία μας τίμησε τὴν μνήμη τῶν Ἁγίων Πρωτοκορυφαίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου. Θὰ ἀναφερθῶ μόνο στὸν πρῶτο, διότι σχετίζεται μὲ τὸν ἑκατόνταρχο τῆς περικοπῆς. Εἴδαμε καὶ θαυμάσαμε μαζὶ μὲ τὸν Κύριο τὴν ταπείνωση τοῦ ἑκατοντάρχου ποὺ θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του ἀνάξιο τῆς ἐπισκέψεως τοῦ Κυρίου στὸν οἶκο του. Ἂς δοῦμε τώρα τὴν ταπείνωση τοῦ Πρωτοκορυφαίου Πέτρου, ὁ ὁποῖος ὅταν κατάλαβε ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ ἁπλὸ ἄνθρωπο, Τοῦ εἶπε: «Κύριε, φύγε ἀπὸ κοντά μου, διότι εἶμαι ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος». Θεωροῦσε ὅτι ἦταν ἀνάξιος μέχρι καὶ νὰ στέκεται δίπλα στὸν Χριστό. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἀξιώθηκε νὰ λάβει τὴν Ἀποστολικὴ Χάρη καὶ νὰ γίνει Διδάσκαλος τῆς Οἰκουμένης. Ἐὰν ἐκεῖνοι, λοιπόν, θεωροῦσαν τοὺς ἑαυτούς τους ἀναξίους, πόσο ἀναξίους πρέπει νὰ θεωροῦμε τοὺς ἑαυτούς μας ἐμεῖς; Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μόνο ἂν πιστέψουμε εἰλικρινὰ ὅτι εἴμαστε ἀνάξιοι τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ, θὰ εἶμαστε πραγματικὰ ἄξιοι, διότι ἐδὼ δεσπόζει ἡ ταπεινοφροσύνη.
Ἂς προσέξουμε, λοιπόν, ἀφενὸς νὰ μὴν ἀπελπιζόμαστε, διότι ὅσα καὶ ἂν εἶναι τὰ σφάλματά μας καὶ οἱ πτώσεις μας, μιμούμενοι τὴν ταπείνωση τοῦ ἑκατοντάρχου μποροῦμε νὰ ἀξιωθοῦμε τὰ ἀγαθὰ τοῦ Παραδείσου. Ἀφετέρου, νὰ μὴν νομίζουμε ὅτι εἴμαστε καλύτεροι ἀπὸ τοὺς ἄλλους, οὔτε νὰ κρίνουμε κανέναν, διότι καὶ οἱ ἐκλεκτοὶ τοῦ Ἰσραὴλ τὸ ἴδιο ἔκαναν, μά, τελικά, ἔμειναν ἔξω τοῦ Νυμφῶνος Χριστοῦ.
Μετ’ εὐχῶν,
ὁ Ἐπίσκοπός σας,
† ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος