
Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Κάποιοι προβάλλουν τὸν Θεὸ σὰν τιμωρό. Ἄλλοι σὰν ἐντελῶς ἀδιάφορο καὶ ἀπόντα ἀπὸ τὶς ἐξελίξεις καὶ τὰ καθημερινὰ προβλήματα τῆς ἀνθρωπότητας. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, διὰ τοῦ Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, βαδίζοντας τὴν μεσαία καὶ βασιλικὴ ὁδό, κηρύττει μεγαλοφώνως ὅτι «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν».
Αὐτὸ τὸ βλέπουμε ξεκάθαρα μέσα ἀπὸ τὴν σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ὅπου ὁ Χριστός, ἀνοίγοντας τὸ πάνσοφό Του στόμα, ἐκφώνησε τὴν πολὺ γνωστὴ καὶ ἰδιαιτέρως ἀγαπητὴ σὲ ὅλους μας παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη.
Κάποιος ἄνθρωπος, κατεβαίνοντας ἀπὸ τὴν ὑψηλὴ Ἱερουσαλὴμ στὴν χαμηλὴ Ἱεριχώ, δέχθηκε ἄγρια ἐπίθεση ἀπὸ ληστές, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ τὸν τραυμάτισαν σοβαρά, τὸν καταλήστεψαν, ἀφήνοντάς τον κυριολεκτικὰ μισοπεθαμένο. Κατὰ ἀγαθὴ συγκυρία, κάποιος Ἱερέας πέρασε ἀπὸ τὸν δρόμο αὐτό, ἀλλὰ μόλις τὸν εἶδε, ἀμέσως ἔστριψε τὸ κεφάλι καὶ ἔφυγε μακριά του. Ὕστερα, πέρασε ἕνας Λευίτης. Οἱ Λευίτες ἦταν ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ καί, ἑπομένως, θὰ περιμέναμε ὅτι σὰν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ θὰ βοηθοῦσε τὸν τραυματία.Ἔφυγε, ὅμως, κὶ αὐτὸς δίχως νὰ δώσει σημασία. Τελικά, λίγο ἀργότερα περνάει ἀπὸ τὴν ὁδὸ ἕνας Σαμαρείτης. Οἱ Σαμαρεῖτες καὶ οἱ Ἰσραηλίτες ἔτρεφαν μεταξύ τους μεγάλη ἀντιπάθεια. Αὐτός, λοιπόν, ὁ Σαμαρείτης, βλέποντας τὸν ἐτοιμοθάνατο ἄνθρωπο, τὸν λυπήθηκε. Ἔτρεξε κοντά του, τοῦ καθάρισε τὶς πληγὲς μὲ λάδι καὶ κρασί, τὶς ἔδεσε γιὰ νὰ παύσει ἡ αἱμορραγία καὶ ἀφοῦ τὸν ἀνέβασε στὸ γαϊδουράκι του, τὸν ὁδήγησε στὸ πανδοχεῖο. Ἐκεῖ, τὸν περιποιήθηκε ἰδιαιτέρως. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, φεύγοντας, ἔδωσε στὸν ξενοδόχο δύο νομίσματα καὶ τοῦ εἶπε: «φρόντισε τὸν ταλαιπωρημένο ἄνθρωπο καὶ ἂν τυχὸν ξοδέψεις περισσότερα, ὅταν ξανὰ ἔρθω θὰ σ᾽ τὰ ξεπληρώσω.
Ἀκούγοντας μὲ προσοχὴ τὴν παραβολὴ αὐτή, κάνουμε εὔκολα μία συσχέτιση. Ὁ Καλὸς Σαμαρείτης εἶναι ὁ Γλυκύτατος Νυμφίος Χριστός, «ὁ εὐδοκήσας οὐκ ἐκ Σαμαρείας, ἀλλ᾽ ἐκ Μαρίας σαρκωθῆναι», ὅπως ἀναφέρεται στὴν ὑμνολογία. Ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος, τὸ θύμα τῶν ληστῶν, ὁ ἐτοιμοθάνατος τραυματίας, εἶναι ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς. Ὅταν ἀπὸ τὸ ψηλότερο σημεῖο, τὴν πνευματικὴ ζωή, πορευόμαστε πρὸς τὸ χαμηλότερο σημεῖο, τὴν κοσμικὴ ζωὴ καὶ τὶς ἀνθρώπινες ἐπιθυμίες, πέφτουμε θύματα τῶν πονηρῶν πνευμάτων, τὰ ὁποῖα μᾶς κατατραυματίζουν τὴν ψυχή –πολλὲς φορὲς καὶ τὸ σῶμα- καὶ ληστεύουν ὅ,τι καλὸ εἴχαμε ἀποκτήσει. Τὰ πονηρὰ πνεύματα, οἱ ἄτιμοι αὐτοὶ ληστές, μᾶς ἀφήνουν μισοπεθαμένους, πονεμένους, ἔρημους νὰ περιμένουμε μία χεῖρα βοηθείας. Ἔρχονται κάποια στιγμὴ δύο ἄνθρωποι στοὺς ὁποίους κάποτε εἴχαμε ἀκουμπήσει τὶς ἐλπίδες μας, ἀλλὰ τώρα οὔτε ποὺ μᾶς δίνουν σημασία. Βλέπουν, μὰ ἀποστρέφονται τὴν ταλαιπωρημένη ὕπαρξή μας. Ἔρχεται τότε ἕνας Ξένος, ἕνας Ἄγνωστος σὲ ἐμᾶς, τὸν Ὁποῖο ἐνῷ νομίζαμε ὅτι ξέρουμε, στὴν πραγματικότητα δὲν εἴχαμε δώσει στὸν ἑαυτό μας τὴν δυνατότητα νὰ Τὸν γνωρίσει οὐσιαστικά. Ἔρχεται ὁ Χριστός· καὶ ἔτσι ταλαιπωρημένους ὅπως μᾶς βλέπει, μᾶς σπλαχνίζεται καὶ μᾶς προσφέρει ἁπλόχερα πολύτιμη φροντίδα. Μᾶς ὁδηγεῖ στὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία δέχεται τοὺς πάντες, σὰν ἄλλο «πανδοχεῖο», μᾶς περιποιεῖται καὶ στὴ συνέχεια μᾶς ἀναθέτει στὸν Λειτουργό, τὸν Ἀρχιερέα ἢ τὸν Ἱερέα. Τοῦ δίνει ἀφενὸς τὸν Λόγο Του, τὴν Ἁγία Γραφή, ἀφετέρου τὰ Ἱερὰ Μυστήρια. Μὲ αὐτά, τοῦ παραγγέλει νὰ μᾶς φροντίσει καὶ νὰ ἀποκαταστήσει τὴν ὑγεία καὶ τὴν ὡραιότητα τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ καὶ τοῦ σώματός μας σὲ κάποιες περιπτώσεις. Καὶ τὸν βεβαιώνει: «Λειτουργέ, ἂν κάποτε γιὰ νὰ βοηθήσεις αὐτὸν τὸν ταλαίπωρο ἄνθρωπο, ξοδέψεις καὶ θυσιάσεις πράγματα ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου, ἂν θυσιάσεις τὸν ἐλεύθερο χρόνο σου, τὸν χρόνο μὲ τὴν οἰκογένειά σου, τὴν ξεκούρασή σου ἢ ἀκόμη καὶ χρήματα, κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία θὰ σ᾽ τὰ ἀποδώσω ὅλα».
Βλέπουμε, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὅτι ὁ Θεός, ὄχι ἁπλῶς μᾶς ἀγαπᾶ ὑπερβολικά, ἀλλὰ μᾶς διδάσκει τὴν ἀγάπη. Ἐφαρμόζει τὴν ἀγάπη μὲ τὴν θυσία Του. Ἀγάπη δίχως θυσία δὲν νοεῖται. Ὁ Καλὸς Σαμαρείτης θυσιάζει τὸ πρόγραμμά του, θυσιάζει τὴν σωματική του δύναμη, θυσιάζει τὰ χρήματά του, θυσιάζει τὶς προκαταλήψεις Ἰουδαίων – Σαμαρειτῶν καὶ προσφέρεται ὅλος στὴν ὑπηρεσία τοῦ ἀνθρώπου δίχως νὰ περιμένει ἀντάλλαγμα.
Τὴν παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη μποροῦμε νὰ τὴν δοῦμε ἀπὸ δύο ὄψεις· ἀπὸ κάτω πρὸς τὰ πάνω, δηλαδὴ ἀπὸ τὴ θέση τοῦ τραυματία, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀνάγκη τῆς βοήθειας κάποιου πνευματικὰ ἀνωτέρου του καὶ ἀπὸ πάνω πρὸς τὰ κάτω, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ καθῆκον μας νὰ μιμηθοῦμε τὸν Χριστὸ καὶ νὰ θυσιαζόμαστε μὲ ἀγάπη γιὰ τοὺς συνανθρώπους μας.
Εἶπα μόλις τώρα μία λέξη κλειδί: «νὰ μιμηθοῦμε». Ὁ Χριστὸς μᾶς τονίζει: «ἂν θέλετε νὰ εἶστε φίλοι μου, Ἐμένα νὰ μιμεῖσθε». «Ὅπως ἐγὼ ἔγινα πλησίον σας καὶ θυσιάσθηκα γιὰ ἐσᾶς, ἔτσι καὶ ἐσεῖς νὰ γίνετε οἱ πλησίον τῶν συνανθρώπων σας, δηλαδὴ νὰ τοὺς πλησιάσετε, καὶ νὰ θυσιάζεσθε γιὰ αὐτούς». Ἔτσι, οἱ ἄνθρωποι θὰ βλέπουν αὐτοὶ τὴν θυσία καὶ θὰ δοξάζουν τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμην!
Μετ’ εὐχῶν,
ὁ Ἐπίσκοπός σας,
† ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

